- αφατρίαστος
- η , ο [ος , ον ]1) не принадлежащий к какойлибо группировке, партии; 2) перен. беспристрастный, объективный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφατρίαστος — η, ο αυτός που δεν ανήκει σε φατρία ή σε κόμμα, αυτός που δεν εξυπηρετεί κομματικά συμφέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φατριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Αθ. X. Ροντήρη] … Dictionary of Greek
αφατρίαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε φατριάζει, δεν κομματίζεται: Η άσκηση των καθηκόντων του ήταν πάντα αφατρίαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)